- πυρηνολήπτης
- ο, Νωκεαν. δειγματολήπτης βυθού, συσκευή με την οποία λαμβάνεται ο πυρήνας, μια ποσότητα ιζήματος από τον βυθό τής θάλασσας, για να εξεταστεί και η οποία αποτελείται από ένα χαλύβδινο εξωτερικά και έναν πλαστικό εσωτερικά σωλήνα, ένα βαρίδι αεροδυναμικού σχήματος από μόλυβδο και μια σειρά πτερυγίων ευσταθείας, τα οποία κατευθύνουν την παραπάνω συσκευή ομαλά και κατακόρυφα στον πυθμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήνας + λήπτης).
Dictionary of Greek. 2013.